-
1 ηδονη
дор. ἁδονά и ἡδονά ἥ1) удовольствие, наслаждение, удовлетворение, радостьαἱ τοῦ σώματος ( или περὴ τὸ σῶμα) ἡδοναί Xen., αἱ κατὰ τὸ σῶμα ἡδοναί Plat. и αἱ σωρατικαὴ ἡδοναί Arst., NT. — физические (чувственные) наслаждения;
ἥ ἀπὸ τοῦ εἰδέναι ἡ. Plat. — удовольствие от (по)знания;ἥ ἐπὴ κακοῖς ἡ. Plat. — злорадство;μεθ΄ ἡδονῆς Thuc. — с удовольствием, охотно;ἐν ἡδονῇ ἔχειν τινά Thuc. — (высоко) ценить кого-л.;ἐν ἡδονῇ ἐστί μοι Her. или καθ΄ (и πρὸς) ἡδονέν ἐστί μοι Aesch. — мне хочется, мне нравится, мне угодно;κότεροι ἀληθηΐῃ χρήσομαι ἢ ἡδονῇ ; Her. — говорить мне по правда или для (твоего) удовольствия?;ὑφ΄ ἡδονῆς Soph. — от (избытка) радости;ἡδοναῖς ἐξαίρειν βίον Soph. — жить среди наслаждений, радостно;ἐν ἡδονῇ ἄρχειν Thuc. — управлять, не вызывая неудовольствия;κρὸς ἡδονήν Her., Soph., Thuc. — из-за (ради) удовольствия;οὐ πρὸς ἡδονέν λέγω τάδε ; Soph. — разве не радуют (тебя) мои слова?;οὐ πρὸς ἡδονέν οἱ ἦν τὰ ἀγγελλόμενα Her. — эти вести пришлись ему (Орету) не по душе;но τἄλλ΄ ἐγώ καπνοῦ σκιᾶς οὐκ ἂν πριαίμην πρὸς τέν ἡδονήν Soph. — остальное, если сравнить его с радостью, я не купил бы за тень дыма, т.е. богатство без радости есть ничто по сравнению с радостью;καθ΄ ἡδονέν κλύειν Soph. — наслушаться вволю;καθ΄ ἡδονέν ποιεῖν Thuc. — предаться удовольствиям;θᾶσσον ἢ καθ΄ ἡδονέν ποδός Soph. — быстрее, чем это удобно ногам, т.е. как можно скорее2) редко филос. чувственное свойство -
2 ηδονή
η1) наслаждение, упоение; удовольствие;αισθάνομαι ηδονή — испытывать наслаждение, упиваться;
2) похоть -
3 ἡδονή
ἡ ἡδονή наслаждение, удовольствие -
4 ἡδονή
{сущ., 5}наслаждение, удовольствие.Ссылки: Лк. 8:14; Тит. 3:3; Иак. 4:1, 3; 2Пет. 2:13.*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > ἡδονή
-
5 ηδονή
{сущ., 5}наслаждение, удовольствие.Ссылки: Лк. 8:14; Тит. 3:3; Иак. 4:1, 3; 2Пет. 2:13.*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > ηδονή
-
6 ἡδονή
наслаждение, удовольствие.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ἡδονή
-
7 ηδονή
[идони] ουσ θ наслаждение, удовольствие. -
8 αδονα
-
9 ηδονα
-
10 αλογος
21) бессловесный(σιγή Plat.)
ἄ. καταλιπών Luc. — онемевший;ἡμέρα ἄδικος καὴ ἄ. Luc. — день без судебных заседаний и речей, т.е. неприсутственный3) мат. несоизмеримый(γραμμαὴ πρὸς ἀλλήλας ἄλογοι Arst.)
4) неисчислимый, непредвиденныйἄ. τινι Thuc. — неожиданный для кого-л.
5) непостижимый, бессмысленный, непонятный, нелепый(ἄ. καὴ μέ πιστός Thuc.; δεινὸς καὴ ἄ. Plat.)
καταφεύγειν εἰς προφάσεις ἀλόγους Polyb. — выставлять невероятные предлоги6) не основанный на разуме или мышлении, механический(τριβέ καὴ ἐμπειρία Plat.)
7) неразумный, безрассудный(ὄχλος, ἡδονή Plat.)
-
11 αμετρος
21) безмерный, несметный(πλῆθος Xen.; μύρμακες Theocr.)
2) несоизмеримый(τὰ ἄμετρα πρὸς ἄλληλα Plat.)
3) несоразмерный(τινι Plat.)
4) не знающий меры, неумеренный(ἔρως τινός, ἡδονή Plat.)
5) не размеренный, не стихотворный, т.е. прозаический(εἰρημένα Arst.)
6) не соблюдающий размера, т.е. неправильный(στίχος Plut.)
-
12 αμιγης
-
13 αμικτος
21) беспримесный, чистый(βίος, ἡδονή Plat.)
ἄ. τινι Plat. — свободный от примеси чего-л.2) неслитный, многоголосый(βοή Aesch.)
3) необщительный, нелюдимый, дикий(θηρῶν στρατός Soph.; ἀνήρ Eur.; θηρίον Dem.; ἥ τῆς πλεονεξίας ὑπόθεσις Plut.; γείτονες Luc.)
4) негостеприимный, неласковый(αἶα Eur.; τόπος Isocr.)
5) несоединимый, несовместимый, непримиримый(τοῖς ἄλλοις Thuc. и πρὸς ἄλληλα Plat.)
-
14 αμουσος
21) чуждый музам, т.е. непричастный к искусствам, необразованный, непросвещенный, невежественный(ἄ. καὴ ἀγράμματος Plat.; ἄ. καὴ ἄτεχνος Plut.)
2) безвкусный, грубый(ἡδονή Plat.; ῷδαί Eur.)
-
15 απαλλασσω
атт. ἀπαλλάττω1) удалять, изгонять(τινὰ ἐκ τῆς χώρας Thuc.)
— отстранять, отгонять (φρενῶν ἔρωτα Eur.);med.-pass. — удаляться, уходить, уезжать (ἐκ χώρης, ἐς Πελοπόννησον Her.; πρὸς χώραν Plat.; παρά τινος Aeschin.; ἐπὴ τέν αὑτοῦ σκηνήν Polyb.; τῆς πόλεως Plut.):γῆς ἀπαλλάττεσθαι πόδα Eur. — уходить из страны;πολλὸν ἀπαλλαγμένος τινός Her. — сильно отличающийся от кого-л.;κρῖναι ἱκανῶς οὐκ ἀπαλλαχθῆναι Thuc. — быть близким к здравому суждению2) отдалять, отводитьἀ. γῆς πρόσωπον Eur. — поднимать лицо от земли;
ἀ. σφαγῆς τινος χεῖρα Eur. — воздерживаться от убийства кого-л.3) откладывать в сторону(τὰ περιττὰ τῶν σκευῶν Xen.)
4) устранять, исключать5) освобождать, избавлять(τινὰ πόνων Aesch.; τέν πόλιν πολέμων καὴ κακῶν Plut.)
; med.-pass. освобождаться, избавляться(δουλουσύνης Her.; αἰσχύνης Thuc.; φόβου Xen.; τῆς ἀπορίας καὴ τῆς διαφορᾶς Plut.)
ἀπαλλάττεσθαι πρὸς ἀλλήλους τῶν ἐγκλημάτων Plat. — прекращать взаимные обвинения6) исцелять(τινὰ τῆς ἀτεκνίας Plut.)
7) отпускать, отсылать(τοὺς πρέσβεις Thuc.; τὰς φρουράς Plut.)
8) выпускать(τὸν χρυσὸν χερός Eur.)
9) увольнять, смещать(τινὰ τῆς ἀρχῆς Plut.)
10) разводить(γυναῖκας ἀνδρῶν Plut.)
; med.-pass. разводиться(λέχους Eur.; ἀπὸ τοῦ ἀνδρός и ἀπὸ γυναικός Plat.; ἀπαλλαγεὴς τῆς γυναικός Plut.)
11) переставать, прекращать, кончать(τὸν λόγον Eur.)
; pass. прекращаться, кончаться(τῆς νόσου ἀπαλλαγέντος Soph.)
12) pass. воздерживаться(μακρῶν λόγων Soph.)
ἀπαλλαχθεὴς ἄπει Soph. — кончай и уходи;εἰπὼν ἀπαλλάγηθι Plat. — скажи раз навсегда;τοῦτο μὲν δέ ἀπήλλακται Plat. — с этим, стало быть, покончено;ἀπιέναι καὴ ἀ. юр. Dem. (об — истце или кредиторе) объявлять себя удовлетворенным;13) приканчивать, умерщвлять(ἥ τοῦ φαρμάκου δύναμις ἀπήλλαξέ τινα Plut.)
ἀ. ἑαυτόν Plut. и ἀ. ἑαυτὸν ἐκ τοῦ ζῆν Polyb. — кончать самоубийством;med.-pass. — погибать, умирать (παθεῖν μᾶλλον ἡγησάμενοι ἀπηλλάγησαν Thuc.):κείνου ἀπηλλαχθέντος Eur. — когда он умер14) производить окончательный расчет, полностью удовлетворять(τοὺς χρηστάς Isae., Dem.; τοὺς δανείσαντας Dem.)
15) возвращаться(ἀπὸ Κλαζομενῶν Her.)
πῶς ἀπήλλαχεν ἐκ τῆς ὁδοῦ ; Xen. — как прошло у него это путешествие?16) кончаться, оканчиватьсяοὕτως ἀπήλλαξε ὅ στόλος Her. — так закончился поход;
ἀπαλλάξαι καλῶς Polyb. — окончиться благополучно;ἀ. βίου Eur. — умирать;χαίροντα ἀ. Her. — оставаться безнаказанным -
16 ατοπος
21) странный, небывалый, необычайный(ἡδονή Eur.; ὄρνις Arph.; ζῷον Arst.; πράξεις Plut.)
ἄτοπα τῆς σμικρολογίας Plat. — неслыханная болтливость2) нелепый, чудовищный Thuc., Lys., Plat., Arst., Dem., Plut.πῶς οὐκ ἄτοπον …;
Isocr. — разве не нелепо …? -
17 αφροδισιακος
-
18 αφροδισιος
-
19 βουθυτος
21) связанный с принесением в жертву быков(τιμαί, ἦμαρ Aesch.; ἡδονή, ἡμέρα Eur.)
2) предназначенный для жертвоприношения, жертвенный(ἑστία Soph.; ἐσχάρα Arph.)
-
20 γοητευμα
См. также в других словарях:
ηδονή — Το ευχάριστο συναίσθημα που προκαλεί μια απόλαυση ή μια ευχάριστη είδηση, μια ανάμνηση ή μια τέρψη. Στην ψυχολογία, η. είναι το ευχάριστο συναίσθημα που προκαλείται στη συνείδησή μας από την εκπλήρωση φυσικών ή ψυχικών αναγκών του οργανισμού μας … Dictionary of Greek
ηδονή — η 1. συναίσθημα που προκαλείται από την ικανοποίηση επιθυμιών και ορμών: Παραλύω από ηδονή. – Ρίγη ηδονής. – Επιρρεπής στις ηδονές. 2. ευχαρίστηση πνευματική, εσωτερική ικανοποίηση: Αισθάνομαι ηδονή όταν ακούω μουσική … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἡδονῇ — ἡδονά enjoyment fem dat sg (attic epic ionic) ἡδονή enjoyment fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡδονή — ἡδονά enjoyment fem nom/voc sg (attic epic ionic) ἡδονή enjoyment fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡδονῆι — ἡδονῇ , ἡδονά enjoyment fem dat sg (attic epic ionic) ἡδονῇ , ἡδονή enjoyment fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ηδονίζομαι — [ηδονή] 1. αισθάνομαι ηδονή, εντρυφώ σε ηδονές, ιδίως σαρκικές, είμαι φιλήδονος 2. ευχαριστούμαι να κάνω κάτι … Dictionary of Greek
ηδονικός — ή, ό (AM ηδονικός, ή, όν) [ηδονή] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή αρμόζει στην ηδονή, αυτός που προκαλεί την ηδονή, γλυκός, τερπνός, ευχάριστος 2. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οι ηδονικοί οι οπαδοί τού ιδρυτή τής κυρηναϊκής σχολής φιλοσόφου… … Dictionary of Greek
ηδονισμός — Όρος που στη φιλοσοφία σημαίνει κάθε ηθική αντίληψη που θέτει θεμέλιό της την επιδίωξη της ηδονής. Συχνά χρησιμοποιείται ως συνώνυμο του ωφελιμισμού και του ευδαιμονισμού, όρων σχετικών με τις θεωρίες που περιορίζουν τον σκοπό της ζωής στην… … Dictionary of Greek
κυρηναϊκοί — Φιλόσοφοι της αποκαλούμενης Κυρηναϊκής σχολής, της οποίας την ίδρυση η αρχαία παράδοση αποδίδει –γεγονός που σήμερα αμφισβητείται– στον Αρίστιππο (5ος –4ος αι. π.Χ.), μία από τις επιφανέστερες προσωπικότητες που είχαν συνδεθεί με τον Σωκράτη. Η… … Dictionary of Greek
ηδονοθήρας — ο αυτός που επιδιώκει την ηδονή, που κυνηγά την ηδονή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηδονο (< ηδονή) + θηρας (< θήρα «κυνήγι»), πρβλ. προικο θήρας, ψηφο θήρας. Η λ. μαρτυρείται από το 1892 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
ηδονόπληκτος — η, ο (Α ἡδονόπληκτος, δωρ. τ. ἁδονόπλακτος, ον) αυτός που έχει πληγεί από ηδονή, μεθυσμένος από ηδονή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηδονό (< ηδονή) + πληκτος (< πλήττω), πρβλ. σεισμό πληκτος, φαντασιό πληκτος. Η λ. μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα… … Dictionary of Greek